τηλεπαθητικός

τηλεπαθητικός
η , ό[ν] телепатический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τηλεπαθητικός" в других словарях:

  • τηλεπαθητικός — ή, ό, Ν (παραψυχολ.) 1. ο σχετικός με την τηλεπάθεια 2. ως ουσ. αυτός που έχει ικανότητες τηλεπάθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεπάθεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • τηλεπαθητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με την τηλεπάθεια: Συνεννοούνται με τηλεπαθητικό τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»